κρίση — I (Οικον.). Στην οικονομική ζωή, η κ. ανταποκρίνεται σε μια περίοδο οικονομικών δυσχερειών, αντίθετη προς τη φάση της ευημερίας. Στις εκβιομηχανισμένες οικονομίες, η κ. εμφανίζεται ως μία από τις επαναλαμβανόμενες φάσεις του οικονομικού κύκλου.… … Dictionary of Greek
ευθυδικία — η (ΑΜ εὐθυδικία) [ευθύδικος] κρίση με ευθύτητα, δίκαιη κρίση ή απόφαση αρχ. η άμεση δίκη επί τής ουσίας τής υποθέσεως χωρίς τη χρήση τεχνικών εμποδίων ή δυσκολιών … Dictionary of Greek
Ραδάμανθυς — Πρόσωπο της ελληνικής μυθολογίας, γιος του Δία και της Ευρώπης και αδελφός του Μίνωα και του Σαρπηδόνα. Υιοθετήθηκε με τους αδελφούς του από τον σύζυγο της μητέρας τους, τον βασιλιά της Κρήτης Αστερίωνα, τον οποίο διαδέχτηκε ο Μίνως. Ο Ρ.… … Dictionary of Greek
ζύγιασμα — το (Μ ζύγιασμα) [ζυγιάζω] 1. ζύγισμα, στάθμιση 2. μτφ. δίκαιη κρίση, απόφαση («Δικαιοσύνη,... τό ξέρω από πρωτύτερα το ζύγιασμά σου», Παλαμ.) 3. μτφ. (ιδίως για αρπακτικά πτηνά) η αιώρηση στον αέρα, χωρίς κίνηση τών φτερών 4. μτφ. (ιδίως για… … Dictionary of Greek
καλοκρισιά — η [καλοκρίνω] καλή, ορθή, δίκαιη κρίση, εύστοχη εκτίμηση … Dictionary of Greek
λαογραφία — Η επιστήμη που μελετά το σύνολο των εκδηλώσεων και των φαινομένων ενός λαϊκού πολιτισμού (ήθη, έθιμα, τέχνη, λογοτεχνία, υλικό βίο κ.ά.). Στη διεθνή ορολογία έχει επικρατήσει η αγγλική λέξη folkore (σύνθεση των λέξεων folk = λαός, και lore =… … Dictionary of Greek
ορθοκρισία — ὀρθοκρισία, ἡ (Α) ορθή, δίκαιη κρίση. [ΕΤΥΜΟΛ. < ορθ(ο) * + κρισία (< κρίσις < κρίνω), πρβλ. κακο κρισία] … Dictionary of Greek
δικαιοκρισία — η η δίκαιη κρίση ή απόφαση: Οι πολίτες πρέπει να εμπιστεύονται τη δικαιοκρισία της δικαστικής εξουσίας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δικαιοσύνη — η 1. η ιδιότητα του δίκαιου: Μοίρασε με δικαιοσύνη την περιουσία του στα παιδιά του. 2. η δίκαιη κρίση: Η απονομή δικαιοσύνης γίνεται από τα δικαστήρια. 3. το σύνολο των δικαστηρίων και όλων των σχετικών υπηρεσιών: Η δικαιοσύνη της χώρας είναι… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek